αντιπαις

αντιπαις
    ἀντίπαις
    ἀντί-παις
    -παιδος adj.
    1) подобный ребенку
    

(γραῦς Aesch.)

    2) еще не вышедший из детского возраста
    

(θυγάτηρ Eur.)

    3) (тж. ἀ. τέν ἡλικίαν Plut.) взрослый
    

(παῖς Soph.; ἡλικία Polyb.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αντιπαις" в других словарях:

  • αντίπαις — ἀντίπαις, ο, η (Α) 1. όμοιος με παιδί, σαν παιδί 2. αυτός που μόλις έχει περάσει την παιδική ηλικία 3. εκείνος που δεν είναι πια παιδί 4. ως ουσ. το παιδί …   Dictionary of Greek

  • ἀντίπαις — like a child masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπαιδα — ἀντίπαις like a child masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπαιδας — ἀντίπαις like a child masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπαιδες — ἀντίπαις like a child masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπαιδος — ἀντίπαις like a child masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπᾳ — ἀντίπαις like a child masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

  • κἀντίπαιδα — ἀντίπαιδα , ἀντίπαις like a child masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»